- βυζάστρα
- ηη τροφός, η παραμάνα: Η λεχώνα δεν είχε γάλα και φώναξαν μια βυζάστρα να βυζαίνει το παιδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βυζάστρα — και βυζάχτρα, η (AM βυζάστρια) αυτή που θηλάζει ξένο βρέφος, τροφός, παραμάννα. [ΕΤΥΜΟΛ. βυζάστρα < βυζάστρια < εβύζασα, αόρ. του βυζάνω. Ο τ. βυζάχτρα < εβύζαξα, αόρ. του βυζάνω] … Dictionary of Greek
αιγοβυζάστρα — η γιδοβυζάστρα, κοινή ονομασία τού γένους πουλιών Αιγοθήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίγα + βυζάστρα] … Dictionary of Greek
θηλάστρια — η (Α θηλάστρια) [θηλάζω] αυτή που θηλάζει το βρέφος, η τροφός, η παραμάνα, η βυζάστρα … Dictionary of Greek
θηλαμών — θηλαμών, ἡ (Α) θηλάστρια, βυζάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. ενεργ. αορ. θηλάσαι, πιθ. κατά τα τελάσαι > τελαμών] … Dictionary of Greek
παραμάννα — η 1. γυναίκα που αναλαμβάνει να θηλάζει με αμοιβή το παιδί μιας άλλης γυναίκας, αλλ. θηλάστρια, βυζάστρα ή βυζάχτρα 2. η τροφός, γυναίκα που παραμένει στο σπίτι και μετά τον απογαλακτισμό τού παιδιού προκειμένου να αναλάβει την ανατροφή του … Dictionary of Greek
τιθήνη — και δωρ. τ. τιθήνα, ἡ, Α 1. τροφός μικρού παιδιού, παραμάννα, βυζάστρα 2. μητέρα 3. φρ. α) «χιόνος τιθήνα» μτφ. το ηφαίστειο Αίτνα (Πίνδ.) β) «ἡ τῆς γενέσεως τιθήνη» μτφ. η γη (Πλάτ., Αριστοτ.) γ) «βίου τιθήνη» μτφ. το τραπέζι τού δείπνου (Τιμοκλ … Dictionary of Greek
τιτθεύτρια — ἡ, Μ τροφός, βυζάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτθεύω + επίθημα τρια (πρβλ. τιθασεύ τρια)] … Dictionary of Greek
βυζάχτρα — η η βυζάστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)